- κεχηναίος
- -α, -ον (Α Κεχηναῑος, -α, -ο ν)νεοελλ.αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώςαρχ.(ο πληθ. τού αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῑοι (κωμικό λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κέχηνα (παρακμ. του χαίνω «χασμουριέμαι, χάσκω»].
Dictionary of Greek. 2013.